- διαζηλοτυπέομαι
- διαζηλοτῠπέομαι,A engage in rivalry,
τινί Ath.13.588e
;πρός τινα Plb.36.8.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινί Ath.13.588e
;πρός τινα Plb.36.8.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαζηλοτυπουμένη — διαζηλοτυπέομαι engage in rivalry pres part mp fem nom/voc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζηλοτυπούμενοι — διαζηλοτυπέομαι engage in rivalry pres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)